Το μάζεμα της ελιάς στη Θερμή άλλοτε

 

# Στην κορύφωσή του βρίσκεται αυτό τον καιρό το μάζεμα της ελιάς σε ολόκληρη τη Λέσβο. Όλες οι οικογένειες μαζεύουν τον ευλογημένο καρπό, ενώ τα λιοτρίβεια δουλεύουν ασταμάτητα αλέθοντάς τον και βγάζοντας το λάδι. Με την ευκαιρία αυτή ας θυμηθούμε κάποιες στιγμές από το μάζεμα της ελιάς στη Θερμή άλλοτε. Οι φωτογραφίες είναι από το πρόγραμμα  "Ψηφιοποιώ την ιστορία του τόπου μου", που υλοποιεί το σχολείο σε συνεργασία με την Δημόσια Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης και προέρχονται από το πολύτιμο αρχείο του (πρώην Δημάρχου)  Δ. Καμενή, ενώ τα  γεμάτα συγκινητικές λεπτομέρειες κείμενα είναι του συνταξιούχου εκπαιδευτικού του σχολείου Νίκου  Λυκιαρδόπουλου.

ΟΤΑΝ ΦΤΑΝΑΜΕ ΣΤΟ ΧΩΡΑΦΙ : Η μετάβαση στο χωράφι με τα πόδια . Αν το χωράφι ήταν μακριά το συναπάντημα και η εκκίνηση γινόταν πιο πρωί .Φτάνοντας πρώτοι οι άνδρες στον ελαιώνα ξεφόρτωναν τα ζα, τους έβγαζαν το σαμάρι και από το καπίστρι τους τα έδεναν σε κάποιο θάμνο, αφήνοντας μπόλικο σχοινί για να βοσκούν.  Ύστερα μάζευαν δυο τρία δεμάτια ξερόκλαδα κι άναβαν φωτιές, για να ζεσταθούν από την πρωινή υγρασία, όχι μόνο αυτοί, αλλά και οι μαζώχτρες, που θα έφταναν σε λίγο

ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΑΓΕ ΤΟ ΜΑΖΕΜΑ :  Το ζέσταμα στη φωτιά δεν κράταγε πολύ. Ίσα ίσα να «πιουν» τον ίδρο τους, να πυρώσουν λίγο το κορμί τους κι απ’ τις δυο πλευρές, να αμολάρουν τα χέρια τους, να φορέσουν αυτοσχέδια γάντια από κάλτσες ανδρικές κυρίως, που κάλυπταν τη χούφτα και την ανάστροφή της αφήνοντας γυμνά τα δάχτυλα, για να μπορούν να πιάνουν τις ελιές. Οι μαζώχτρες φόραγαν τα σαλβάρια τους, έπαιρναν το καλάθι στα χέρια και τα μάζεμα της ελιάς ξεκινούσε.

Ο ΚΑΛΑΘΑΣ : Μόλις γέμιζαν τα πρώτα καλάθια έκανε την εμφάνισή του ο καλαθάς. Πίσω από το ημικύκλιο των μαζωχτριών τα έπαιρνε, τα άδειαζε σ’ ένα τσουβάλι, τα άφηνε πάλι μπροστά στις γυναίκες, για να μη χασομερούν καθόλου, το φορτωνόταν στην πλάτη, για να το μεταδειάσει σε άλλο μεγαλύτερο και έκανε το ίδιο με τα καλάθια των γυναικών του διπλανού δέντρου.

Ο ΓΟΜΑΡΑΣ  : Σαν γέμιζαν τα τσουβάλια, ερχόταν η σειρά του γομαρά. Έφερνε κοντά τα υπομονετικά υποζύγια, και, αφού με τη βοήθεια του καλαθά φόρτωναν τα γεμάτα τσουβάλια βάζοντας ένα από κάθε πλευρά στο σαμαρωμένο τετράποδο, βάζοντάς το μπροστά, το οδηγούσε στο ελαιοτριβείο, όπου ξεφόρτωνε. Τα άδειαζε στο αμπάρι, χώροι μικροί όπου φυλάγονταν χύμα οι ελιές μέχρι να αλεσθούν, και επέστρεφε στο χωράφι, για να επαναλάβει την ίδια δουλειά.

ΤΟ ΣΦΥΡΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΟΥΣ : # Στις δώδεκα ακριβώς ακουγόταν από τα ελαιοτριβεία του χωριού ο ήχος της μπουρούς. Μαζώχτρες, καλαθάδες και γομαράδες σταματούσαν τη δουλειά, ξεκρέμαζαν από το δέντρο τα μεσάλια, που φύλαγαν το φαγητό, πλησίαζαν στη φωτιά, ανανεωμένη από τον καλαθά, κι όλος ο ταϊφάς κάθονταν να φάνε και να πάρουν μιας ώρας ανάσα.

 

 

Συγγραφέας: 
ΕΛΕΝΗ ΒΑΜΒΑΚΑ